- πρασόσπερμον
- πρᾰσό-σπερμον, τό,A leek-seed, Paul.Aeg.7.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρασόσπερμον — τὸ, Μ το σπέρμα τού πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + σπέρμα] … Dictionary of Greek
πρασοσπέρμου — πρασόσπερμον leek seed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)